- ισοχρονώ
- ἰσοχρονῶ, -έω (Α) [ισόχρονος]1. είμαι σύγχρονος, έχω την ίδια ηλικία με κάποιον2. ωριμάζω κατά τον ίδιο χρόνο3. γραμμ. (για συλλαβές) έχω τον ίδιο χρόνο με κάποια άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοχρόνῳ — ἰσόχρονος equal in period of revolution masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)